- ἐπεκαλεῖτο
- ἐπικαλέωsummonimperf ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κυρηβίων — Κυρηβίων, ωνος, ὁ (Α) [κυρήβια] προσωνυμία τού Επικράτους («κυριβίων δ ἐπεκαλεῑτο Ἐπικράτης ό Aἰσχίνου τοῡ ῤήτορος κηδεστής», Αθήν.) … Dictionary of Greek
μακρόχειρας — ο, η (Α μακρόχειρ, ειρος) 1. αυτός που έχει μακριά χέρια 2. αυτός που το ένα του χέρι είναι πιο μακρύ από το άλλο νεοελλ. αυτός που αρπάζει ξένα πράγματα αρχ. ως κύριο όν. ὁ Μακρόχειρ προσωνυμία τού Αρταξέρξη Α , επειδή το ένα του χέρι ήταν πιο… … Dictionary of Greek
μαχαιροποιός — ο (Α μαχαιροποιός) ο κατασκευαστής μαχαιριών («ἐπεκαλεῑτο δὲ μαχαιροποιὸς ἐργαστήριον ἔχων μέγα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μάχαιρα + ποιός*] … Dictionary of Greek